ἐπικός — epic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικός — ή, ό (AM ἐπικός, ή, όν) [έπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έπος («επικός ποιητής») νεοελλ. αυτός που αξίζει να υμνηθεί με ηρωικό έπος, ηρωικός αρχ. φρ. «ἐπικὸς κύκλος» συλλογή ποιημάτων που γράφηκαν μετά τον Όμηρο και έχουν ως υποθέσεις… … Dictionary of Greek
Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… … Deutsch Wikipedia
επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek
ἐπικά — ἐπικός epic neut nom/voc/acc pl ἐπικά̱ , ἐπικός epic fem nom/voc/acc dual ἐπικά̱ , ἐπικός epic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκριτος — Επικός συγγραφέας από τη Σικελία, που έγραψε ένα μεγάλο ιστορικό έργο για τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, με τον τίτλο Τα περί Διονύσιον ή Σικελικά. Από το έργο αυτό σώζονται μερικά αποσπάσματα. * * * ον, Α αυτός που διακρίνεται σαφώς, ο… … Dictionary of Greek
Νικαίνετος — Επικός ποιητής από τα Άβδηρα της Θράκης που έζησε στη Σάμο κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους (4ος– 1ος αι. π.Χ.). Από τα έργα του σώθηκαν μόνο 6 στίχοι από το έργο του Λύρκος, καθώς και μερικά επιγράμματα … Dictionary of Greek
Ριανός — Επικός ποιητής από την αρχαία κρητική πόλη Βήνη. Έζησε στο δεύτερο μισό της 3ης εκατονταετίας π.Χ., στα χρόνια του Πτολεμαίου Ευεργέτη (276 196). Έγραψε σχόλια στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια και πολλά επικά ποιήματα, όπως ο Δοναλσών. Ο αυτοκράτορας … Dictionary of Greek
ἐπικαί — ἐπικός epic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοῖς — ἐπικός epic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)